νοθαγενής

νοθαγενής
νοθᾱγενής, ές, [dialect] Dor. and poet. for Νοθηγενής,
A baseborn, E.Ion592, Andr.912,942.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νοθαγενής — νοθαγενής, ές (Α) βλ. νοθογενής …   Dictionary of Greek

  • νοθαγενής — νοθᾱγενής , νοθαγενής baseborn masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθογενής — ές (Α νοθαγενής, Μ νοθογενής, ές) αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο, νόθος νεοελλ. (για ζώο ή φυτό) αυτός που προέρχεται από διασταύρωση διαφορετικών ειδών μσν. αναξιόπιστος αρχ. αυτός που έχει ταπεινή καταγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόθος + γενής… …   Dictionary of Greek

  • νοθαγενεῖ — νοθᾱγενεῖ , νοθαγενής baseborn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic doric) νοθᾱγενεῖ , νοθαγενής baseborn masc/fem/neut dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθαγενεῖς — νοθᾱγενεῖς , νοθαγενής baseborn masc/fem acc pl (doric) νοθᾱγενεῖς , νοθαγενής baseborn masc/fem nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”